- λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης
- λαλο-βαρυ-παρα-μελο-ρυθμο-βάτης, δωρ. -ας, ὁ (Α)(κωμ. λ.) αυτός που μιλά φλύαρα και παράφωνα, χωρίς ρυθμό και μέλος.[ΕΤΥΜΟΛ. «Επ' ευκαιρία σύνθετο» τής κωμικής γλώσσας πλασμένο από την παράταξη τών λ. λάλος + βαρύς + παρά + μέλος + ρυθμός + -βάτης (< βαίνω, πρβλ. ανα-βάτης)].
Dictionary of Greek. 2013.